1. ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Η κυρία είναι στο κρεβάτι με τον εραστή της. Ξαφνικά ακούν το αυτοκίνητο του συζύγου να παρκάρει έξω απ' το σπίτι. Ο εραστής τρέχει πανικόβλητος να κρυφτεί.
Η κυρία, πιο ψύχραιμη, του λέει: -Πήγαινε στη γωνία και κάτσε ακίνητος!-Μα... -Δεν έχει μα! Κάτσε εκεί που σου λέω! Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει baby-oil και ταλκ. Τον πασαλείβει με το λάδι, τον πασπαλίζει ολόκληρο με ταλκ και του λέει: -Κάτσε ακίνητος και κάνε το άγαλμα! -Μα... -Κάνε το άγαλμα, που σου λέω, αλλιώς μας έσφαξε και τους δυο! Μπαίνει ο σύζυγος και βλέπει το "άγαλμα". -Τι είναι αυτό Μαρία; -Α, τίποτε! Είχα πάει στους Παπαδοπουλαίους το Σαββατοκύριακο κι είχαν ένα τέτοιο άγαλμα και το ζήλεψα. Δεν σε πειράζει που πήρα κι εγώ ε; -Α μπα, τι να με πειράξει; Έκατσαν, έφαγαν, είδαν τηλεόραση και κάποια στιγμή έπεσαν για ύπνο. Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται, πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, φτιάχνει ένα σάντουιτς, παίρνει και μια μπύρα και πάει στο "άγαλμα". -Έλα ρε, φάε, πιες! Ο εραστής παγώνει απ' το φόβο του. -Έλα ρε, φάε κάτι! Εγώ τρεις μέρες έκανα το άγαλμα στους Παπαδοπουλαίους κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μου 'δωσαν!


-----Πίσω-----